Πλειάδας

Πλειάδας
Πλειάδες
Pleiads
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ATLAS — I. ATLAS Agitator celebris in certamine curuli; apud Silium Italicum l. 16. ubi ludos a Scipione celebratos in A frica memorat: eius currum, qui quartô locô exierat, solo Campaso equo (utpote primatio, funali nempe sinistro) nominatim laudato… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • εξάστρα — η ο αστερισμός τής Πλειάδας, η Πούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + άστρον] …   Dictionary of Greek

  • ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • κλώσσα — η 1. η όρνιθα που επωάζει τα αβγά της ή που έχει νεοσσούς 2. ονομασία τού αστερισμού τής Πλειάδας 3. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για ιδιότροπη και φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλώσσουσα, αμάρτυρη μτχ. ενεστ. τού κλώσσω] …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Αλβάνα-Μηνιάτη, Μαργαρίτα — (Κέρκυρα 1821 – Λιβόρνο 1887). Συγγραφέας. Θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες λόγιες και συγγραφείς του 19ου αι. Η πνευματική της ακτινοβολία και η ευγένεια του χαρακτήρα της την ανέδειξαν σε ηγερία μιας πλειάδας λογοτεχνών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”